πράτης

πράτης
πράτης
masc nom sg
πρά̱της , πρᾶτος
fem gen sg (attic epic ionic)
πρά̱της , πρότερος
before
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πράτης — ὁ, Α πρατήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα της] …   Dictionary of Greek

  • πράται — πράτης masc nom/voc pl πράτᾱͅ , πράτης masc dat sg (doric aeolic) πρά̱τᾱͅ , πρᾶτος fem dat sg (doric aeolic) πρά̱τᾱͅ , πρότερος before fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρατᾶν — πράτης masc gen pl (doric aeolic) πρᾱτᾶν , πρᾶτος masc/fem gen pl (doric) πρᾱτᾶν , πρατός for sale masc/fem gen pl (doric) πρᾱτᾶν , πρότερος before masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράτην — πράτης masc acc sg (attic epic ionic) πρά̱την , πρᾶτος fem acc sg (attic epic ionic) πρά̱την , πρότερος before fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράτου — πράτης masc gen sg πρά̱του , πρᾶτος masc/neut gen sg πρά̱του , πρότερος before masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράτω — πράτης masc gen sg (attic epic ionic) πρά̱τω , πρᾶτος masc/neut nom/voc/acc dual πρά̱τω , πρᾶτος masc/neut gen sg (doric aeolic) πρά̱τω , πρότερος before masc/neut nom/voc/acc dual πρά̱τω , πρότερος before masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράτῃ — πράτης masc dat sg (attic epic ionic) πρά̱τῃ , πρᾶτος fem dat sg (attic epic ionic) πρά̱τῃ , πρότερος before fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυοπράτης — ἰχθυοπράτης, ὁ (Α) ιχθυοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + πράτης < πράτης < θ. πρα τού ρ. πι πρά σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο πράτης, ελαιο πράτης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπράτης — ὁ, Μ αυτός που πουλά χάλκινα είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + πράτης (< πράτης «πωλητής» (< θ. πρα τού πέρνημι «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπράτης — ὁ, ΜΑ χαρτοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πράτης (< πράτης < θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”